- ληστικως
- λῃστικῶςпо-разбойничьи Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… … Dictionary of Greek
ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0388 Chronological Sequence: 7c, 11c մ. ԱՒԱԶԱԿԱԲԱՐ. ληστικῶς more praedonum որ եւ ԱՒԱԶԱԿԱՊԷՍ, ԱՒԱԶԱԿՕՐԷՆ. Իբրեւ աւազակ. *Ի վերայ անկանելով աւազակաբար խաբէոթեամբ. Արշ.: *Աւազակաբար ʼի խնդիրս անկանէր. Վրք. ոսկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)